committo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
committo < com + mitto

committo

  1. συμβάλλω
  2. συνάπτω
  3. αρχίζω
  4. συνεχίζω
  5. πράττω, ενεργώ
  6. δίνω
  7. αφήνω, επιτρέπω
  8. (παθητικό) χάνομαι