colmatage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
colmatage colmatages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

colmatage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]