cognomen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cognomen < co- + nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cognomen ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη nomen

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cognomen cognomină
γενική cognominis cognominum
δοτική cognominī cognominĭbus
αιτιατική cognomen cognomină
κλητική cognomen cognomină
αφαιρετική cognomine cognominĭbus
(γ' κλίση)