coast

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coast coasts

coast (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

ενεστώτας coast
γ΄ ενικό ενεστώτα coasts
αόριστος coasted
παθητική μετοχή coasted
ενεργητική μετοχή coasting

coast (en)