circulation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circulation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η κίνηση του αίματος στο σώμα
    blood circulation - η κυκλοφορία του αίματος
  2. (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η διακίνηση κάτι από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο
    The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
    Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.
    They will withdraw the banknotes from circulation.
    Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
  3. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η κυκλοφορία, ο συνήθης αριθμός αντιτύπων μιας εφημερίδας ή περιοδικού που πωλούνται κάθε μέρα, εβδομάδα κτλ.
    The circulation of the papers rose/fell.
    Η κυκλοφορία των εφημερίδων ανέβηκε/έπεσε.
  4. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η μετακίνηση αέρα, νερού, αερίου κτλ. γύρω από μια περιοχή ή μέσα σε μια μηχανή
    the circulation of water within the pipes - η κυκλοφορία του νερού μέσα στους σωλήνες
    the circulation of atmospheric currents - η κυκλοφορία των ρευμάτων της ατμόσφαιρας



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circulation (fr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]