circulation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]circulation (en)
- (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η κίνηση του αίματος στο σώμα
- ↪ blood circulation - η κυκλοφορία του αίματος
- (μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η διακίνηση κάτι από ένα άτομο ή μέρος σε άλλο
- ↪ The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
- Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.
- ↪ They will withdraw the banknotes from circulation.
- Θα αποσύρουν τα χαρτονομίσματα από την κυκλοφορία.
- ↪ The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
- (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η κυκλοφορία, ο συνήθης αριθμός αντιτύπων μιας εφημερίδας ή περιοδικού που πωλούνται κάθε μέρα, εβδομάδα κτλ.
- ↪ The circulation of the papers rose/fell.
- Η κυκλοφορία των εφημερίδων ανέβηκε/έπεσε.
- ↪ The circulation of the papers rose/fell.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κυκλοφορία, η μετακίνηση αέρα, νερού, αερίου κτλ. γύρω από μια περιοχή ή μέσα σε μια μηχανή
- ↪ the circulation of water within the pipes - η κυκλοφορία του νερού μέσα στους σωλήνες
- ↪ the circulation of atmospheric currents - η κυκλοφορία των ρευμάτων της ατμόσφαιρας
Πηγές
[επεξεργασία]- circulation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 484. ISBN 9780194325684., λήμμα: κυκλοφορία
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]circulation (fr)