chorale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
chorale chorales

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chorale (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

chorale (fr)