choix

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

choix (fr) αρσενικό

  1. εκλογή
    Le choix est difficile. Η εκλογή είναι δύσκολη.
  2. επιλογή
    Le choix entre deux possibilités. Η επιλογή ανάμεσα σε δύο δυνατότητες.

Συγγενικά

[επεξεργασία]