chapter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chapter | chapters |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chapter (en)
- το κεφάλαιο ενός βιβλίου
- ↪ Part A of the book is divided into two chapters.
- Το A' μέρος του βιβλίου χωρίζεται σε δύο κεφάλαια.
- ↪ Part A of the book is divided into two chapters.
- το κεφάλαιο, τμήμα της ζωής ή της ιστορίας ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός έθνους
- ↪ With the accession of Greece to the EEC, today’s European Union, a new chapter opened for the country.
- Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο για τη χώρα.
- ↪ With your graduation from school, an important chapter of your life closes.
- Με την αποφοίτησή σας από το σχολείο κλείνει ένα σημαντικό κεφάλαιο της ζωής σας.
- ↪ With the accession of Greece to the EEC, today’s European Union, a new chapter opened for the country.