cellulaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cellulaire < cellule

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cellulaire cellulaires

cellulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]