casual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | casual |
συγκριτικός | more casual |
υπερθετικός | most casual |
Επίθετο
[επεξεργασία]casual (en)
- καθημερινός
- ↪ She usually wears casual clothes at work.
- Αυτή συνήθως φοράει καθημερινά ρούχα στη δουλειά.
- ↪ She usually wears casual clothes at work.