cargaison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaʁ.ɡɛ.zɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cargaison cargaisons

cargaison (fr) θηλυκό