burden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burden (en)
- η ενόχληση, η παρενόχληση
- (μεγάλο) βάρος, φορτίο
- ευθύνη
Ρήμα
[επεξεργασία]burden (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- burden στην αγγλική Βικιπαίδεια