brave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός brave
συγκριτικός braver
υπερθετικός bravest

brave (en)

ενεστώτας brave
γ΄ ενικό ενεστώτα braves
αόριστος braved
παθητική μετοχή braved
ενεργητική μετοχή braving

brave (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
brave < ιταλική bravo και ισπανική bravo < λατινική barbarus, βάρβαρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bʁav/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brave braves

brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενναίος
     αντώνυμα: lâche, peureux
  2. αγαθός, τίμιος και απλοϊκός
     αντώνυμα: malhonnête, mauvais

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
brave braves

brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Επίρρημα

[επεξεργασία]

brave (io)