brave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | brave |
συγκριτικός | braver |
υπερθετικός | bravest |
brave (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | brave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | braves |
αόριστος | braved |
παθητική μετοχή | braved |
ενεργητική μετοχή | braving |
brave (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- brave (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- brave (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- brave (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
brave | braves |
brave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ίντο (io)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]brave (io)
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Επίθετα (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Παρωχημένοι όροι (γαλλικά)
- Γλώσσα ίντο
- Επιρρήματα (ίντο)