borgne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
borgne | borgnes |
borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- και
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
borgne | borgnes |
borgne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- μονόφθαλμος
- Un homme borgne. Ένας μονόφθαλμος άντρας.
- (κατ' επέκταση, για αντικείμενα) τυφλός
- (μεταφορικά) κακόφημος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- changer son cheval borgne pour un cheval aveugle : από το κακό στο χειρότερο
Παροιμίες
[επεξεργασία]- au royaume des aveugles les borgnes sont rois