bode

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bode bodes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bode (en)

  1. οιωνός
  2. αγγελιαφόρος
  3. σταμάτημα, αναβολή
ενεστώτας bode
γ΄ ενικό ενεστώτα bodes
αόριστος boded
παθητική μετοχή boded
ενεργητική μετοχή boding

bode (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bode (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]