blur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]blur (en)
- κάτι που είναι θολό
Ρήμα
[επεξεργασία]blur (en)
- (μεταβατικό) θολώνω, κάνω κάτι να θολώσει
- time has blurred his memories - ο χρόνος θόλωσε τις αναμνήσεις του
- (αμετάβατο) θολώνω, γίνομαι θολός
- his memories have blurred with time - οι αναμνήσεις του θόλωσαν με το χρόνο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (πληροφορική) unfocus