blatant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | blatant |
συγκριτικός | more blatant |
υπερθετικός | most blatant |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- blatant < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]- κατάφωρος, κραυγαλέος, για ενέργειες που θεωρούνται κακές που γίνονται με προφανή και ανοιχτό τρόπο χωρίς να δίνεται προσοχή αν ο κόσμος σοκαριστεί
- ↪ blatant extortion - κατάφωρος εκβιασμός
- ↪ a blatant lie - κατάφωρο ψέμα
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
- Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.
- ↪ a blatant injustice - κραυγαλέα αδικία
- ↪ a blatant example of opportunism - κραυγαλέο παράδειγμα καιροσκοπισμού
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις gross και obvious