beforehand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
beforehand < before + hand

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɪˈfɔːhænd/ & /bɪˈfɔɹhænd/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

beforehand (en)

  1. εκ των προτέρων, προηγουμένως, πρωτύτερα, από πριν
    ⮡  I had been informed beforehand.
    Είχα ενηµερωθεί εκ των προτέρων.
     συνώνυμα: in advance, ahead of time
  2. προκαταβολικά
     συνώνυμα: upfront

Αντώνυμα

[επεξεργασία]