balustrade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balustrade | balustrades |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]balustrade (en)
- (αρχιτεκτονική) το κιγκλίδωμα
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balustrade | balustrades |
balustrade (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) το κιγκλίδωμα