bahar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Bahar

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bahar < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بهار (bahâr) < περσική بهار (bahâr)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɑ.hɑɾ/ & /bɑ.hɑːɾ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bahar (tr)

  1. (εποχή) η άνοιξη
     συνώνυμα: ilkbahar
  2. το άνθος των δέντρων
  3. (μεταφορικά) εφηβεία, νεότητα
  4. (γαστρονομία) μπαχάρι
     συνώνυμα: baharat

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • Bahar (γυναικείο όνομα)