bagnare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

bagnare (it)

  • βρέχω (στο απαρέμφατο)
    ⮡  io bagno - (εγώ) βρέχω
    δείτε την κλίση στο bagnare στο ιταλικό Βικιλεξικό Λήμμα στο ιταλικό Βικιλεξικό