as well
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]as well (en)
- (ιδιωματισμός) επιπλέον και, επίσης και, κι από πάνω
- ↪ He gave me advice and money as well.
- Μου ‘δώσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
- ↪ I will buy this one as well.
- Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
- ↪ He is also a liar as well!
- Κι από πάνω είναι και ψεύτης!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally
- ↪ He gave me advice and money as well.
Πηγές
[επεξεργασία]- as well (as) - Cambridge Online Dictionary
- as well - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315, 326, 327. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω, επιπλέον, επίσης