aquifer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aquifer | aquifers |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aquifer (en)
- (γεωλογία) υπόγειος υδροφορέας, υδροφορέας
- υπόγειο στρώμα από πορώδη ή υδροπερατά υλικά που συγκρατεί το υπόγειο νερό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- phreatic zone, zone of saturation (υδροφόρος ορίζοντας, φρεατική ζώνη, ζώνη κορεσμού)