amok

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

amok (en)

  1. σχεδόν πάντα στη φράση run amok: είμαι εκτός ελέγχου, ενεργώ με βία και μανιωδώς
    soccer fans ran amok in the streets after their team's victory



      ενικός         πληθυντικός  
amok amoks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amok (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) μορφή δολοφονικής μανίας
  2. το θύμα αυτής της μανίας