agréer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɡʁe.e/
 

agréer (fr)

  1. εγκρίνω
  2. αποδέχομαι
  3. δέχομαι
    En attendant de vous lire, veuillez agréer, Μonsieur, mes salutations les plus distinguées. - Αναμένοντας την απάντησή σας, δεχτείτε, κύριε, τους πλέον διακεκριμένους χαιρετισμούς μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]