affranchi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affranchi < affranchir

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό affranchi affranchis
θηλυκό affranchie affranchies

affranchi (fr)

  1. δωρεάν, του οποίου τα τέλη έχουν πληρωθεί εκ των προτέρων

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό affranchi affranchis
θηλυκό affranchie affranchies

affranchi (fr)

  1. (Γαλλία) σχετικός με την κοινότητα La Francheville που βρίσκεται στον νομό Ardennes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό affranchi affranchis
θηλυκό affranchie affranchies

affranchi (fr)

  1. τέως σκλάβος που έχει αποκτήσει την ελευθερία του
  2. αυτός που γνωρίζει ένα μυστικό