affleurement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
affleurement < affleurer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affleurement affleurements

affleurement (fr) αρσενικό

  1. η αυξομείωση του ύψους μιας επιφάνειας ώστε να φτάσει στο ίδιο ύψος με μια άλλη
  2. η εμφάνιση ενός αντικειμένου στην επιφάνεια του εδάφους
  3. η προεξοχή