acuité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
acuité | acuités |
acuité (fr) θηλυκό
- η οξύτητα
ενικός | πληθυντικός |
acuité | acuités |
acuité (fr) θηλυκό