abdominal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]abdominal < λατινική abdominalis < abdomen
Επίθετο
[επεξεργασία]abdominal (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- abdominal - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abdominal - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abdominal | abdominaux |
θηλυκό | abdominale | abdominales |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]abdominal < λατινική abdominalis < abdomen
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ab.dɔ.mi.nal/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]abdominal (fr)
Πηγές
[επεξεργασία]- abdominal - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- abdominal - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online