Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Εμφανίζονται αποτελέσματα για ρουχα. Δεν βρέθηκαν αποτελέσματα για ρούχo.
Αναζητήστε τη λέξη ρούχo στα υπόλοιπα εγχειρήματα του Wikimedia :


Βικιπαίδεια
Βικιβιβλία
Βικιφθέγματα
Βικιθήκη
Βικιεπιστήμιο
Κοινά (Εικόνες και πολυμέσα)

Αφού βεβαιωθείτε ότι έχετε γράψει και τονίσει σωστά τη λέξη που ψάχνετε, μπορείτε να ζητήσετε τη δημιουργία ενός νέου λήμματος: Προσθέστε μια νέα αίτηση

Μπορείτε επίσης να δημιουργήστε τη σελίδα "ρούχo" στο Βικιλεξικό κάνοντας κλικ στον κόκκινο σύνδεσμο, ή ακόμη καλύτερα χρησιμοποιείστε τους οδηγούς για δημιουργία νέων λέξεων στα ελληνικά και άλλες γλώσσες:

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • ρούχα ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ρούχο...
    149 bytes (8 λέξεις) - 07:49, 27 Σεπτεμβρίου 2021
  • Ρουχά < → λείπει η ετυμολογία Ρουχά θηλυκό γυναικείο επώνυμο λατινικοί χαρακτήρες:  Roucha...
    325 bytes (11 λέξεις) - 19:32, 27 Ιουνίου 2024
  • ανανεώσω τα ρούχα μου για το χειμώνα βγαίνω έξω από τα ρούχα μου: αγανακτώ έχω τα ρούχα μου (για γυναίκα): έχω περίοδο με βγάζει απ' τα ρούχα μου → δείτε...
    5 KB (189 λέξεις) - 13:17, 1 Ιουνίου 2024
  • ρουχικό < ρούχο + -ικό ρουχικό ουδέτερο (οικείο) (συνήθως στον πληθυντικό) ο ρουχισμός     ρουχικό...
    433 bytes (12 λέξεις) - 06:34, 9 Μαρτίου 2022
  • ρούχων γενική ενικού του ρούχο...
    138 bytes (5 λέξεις) - 22:46, 24 Σεπτεμβρίου 2021
  • ρούχο πλυντήριο ρούχων ουδέτερο (συσκευή) ηλεκτρική οικιακή συσκευή για το πλύσιμο των ρούχων, κοινώς πλυντήριο πλυντήριο ρούχων στη Βικιπαίδεια      πλυντήριο...
    2 KB (21 λέξεις) - 20:05, 2 Φεβρουαρίου 2022
  • ρούχου ουδέτερο γενική ενικού του ρούχο...
    144 bytes (6 λέξεις) - 19:37, 2 Ιανουαρίου 2020
  • τρώγομαι με τα ρούχα μου < → λείπει η ετυμολογία → δείτε τις λέξεις τρώω, τρώγομαι και ρούχο τρώγομαι με τα ρούχα μου (μεταφορικά, προφορικό) (συνήθως...
    3 KB (94 λέξεις) - 06:49, 25 Απριλίου 2024
  • Ρουχάν < → λείπει η ετυμολογία Ρουχάν αρσενικό ανδρικό όνομα...
    249 bytes (8 λέξεις) - 16:49, 5 Σεπτεμβρίου 2021
  • μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα εσώρουχο < εσω(τερικό) + ρούχο εσώρουχο ουδέτερο ρούχα μεταξύ γυμνού σώματος & εξωτερικών ρούχων     εσώρουχο...
    2 KB (21 λέξεις) - 05:06, 30 Ιανουαρίου 2022
  • Ρούχας < → λείπει η ετυμολογία Ρούχας αρσενικό ανδρικό επώνυμο λατινικοί χαρακτήρες:  Rouchas...
    389 bytes (11 λέξεις) - 18:57, 2 Ιουνίου 2024
  • Ρούχου < → λείπει η ετυμολογία Ρούχου θηλυκό γυναικείο επώνυμο λατινικοί χαρακτήρες:  Rouchou...
    389 bytes (11 λέξεις) - 18:06, 19 Αυγούστου 2024
  • lesivo < lesiv + -o lesivo (eo) τα άπλυτα ρούχα...
    222 bytes (8 λέξεις) - 23:07, 13 Μαΐου 2017
  • χωρίς δογματισμό ή προκαταλήψεις με αυτά τα στενά ρούχα δεν μπορώ να περπατήσω ελεύθερα {για ρούχα, υφάσματα) χαλαρά ένα μαντίλι έπεφτε ελεύθερα στα μαλλιά...
    2 KB (38 λέξεις) - 18:54, 29 Ιανουαρίου 2022
  • γδυτός < γδύνω + -τός γδυτός, -ή, -ό χωρίς ρούχα, γυμνός     γδυτός...
    360 bytes (10 λέξεις) - 20:17, 17 Ιουλίου 2022
  • camisia < (πρωτογερμανική) *hamiþijan (=ρούχα, φόρεμα) camisia θηλυκό πουκάμισο νυχτικιά...
    306 bytes (9 λέξεις) - 18:35, 3 Μαΐου 2017
  • clothing (en) τα ρούχα ↪ men’s/women’s/children’s clothing - ανδρικά/γυναικεία/παιδικά ρούχα ≈ συνώνυμα: clothes clothing (en) ενεργητική μετοχή ενεστώτα...
    358 bytes (22 λέξεις) - 00:06, 6 Απριλίου 2023
  • (βοήθεια·αρχείο) linge (fr) αρσενικό τα ασπρόρουχα, τα ρούχα est-ce que tu as du linge à laver ? - έχεις ρούχα για πλύσιμο; lave-linge linge (ro) γλείφω...
    419 bytes (27 λέξεις) - 21:05, 11 Σεπτεμβρίου 2021
  • επιθέτου γαμπριάτικος γαμπριάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό τα γαμπριάτικα ρούχα, τα ρούχα που φοράει ο γαμπρός στη γαμήλια τελετή     γαμπριάτικα...
    2 KB (24 λέξεις) - 23:53, 28 Ιανουαρίου 2022
  • ξέντυτος < ξεντύνω ξέντυτος που έχει βγάλει τα ρούχα του τελείως ή που έχει βγάλει απλώς τα καλά ρουχα του και φοράει τα καθημερινά, τα πρόχειρα άντυτος...
    2 KB (35 λέξεις) - 21:29, 1 Φεβρουαρίου 2022
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).