κάτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάτω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάτω < κατά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈka.to/

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κάτω

  1. χαμηλότερα, σε χαμηλότερο σημείο ή επίπεδο
    πάω κάτω, στο υπόγειο
     συνώνυμα: χαμηλά
  2. στο έδαφος, στο πάτωμα
    ακούμπησε τις βαλίτσες κάτω
     συνώνυμα: καταγής, χάμω
  3. (ποσοτικό) λιγότερο από
    κανείς δεν εισάγεται στα ΑΕΙ με βαθμό κάτω του 10
  4. κάτω από: σε σημείο που υπερκαλύπτεται από μια επιφάνεια
    τα παιδιά κρύφτηκαν κάτω από το τραπέζι
     συνώνυμα: υπό + αιτιατική
    • κάτω από: (ποσοτικό) λιγότερο από
      η θερμοκρασία έπεσε κάτω από το μηδέν
     συνώνυμα: υπό + αιτιατική

Επίθετο

[επεξεργασία]

κάτω άκλιτο

  1. που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο
    ο κάτω όροφος
    • που βρίσκεται πιο κοντά στη θάλασσα
      το κάτω ποτάμι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

κάτω

  • εκφράζει την αποδοκιμασία
Κάτω οι κλέφτες!

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]