θηλυκό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλυκό τα θηλυκά
      γενική του θηλυκού των θηλυκών
    αιτιατική το θηλυκό τα θηλυκά
     κλητική θηλυκό θηλυκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
θηλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θηλυκός. Εννοείται η λέξη γένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θηλυκό ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • συντομογραφία: θηλ. ή θ.
  • συντομογραφία λατινική: fem. η f.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
θηλυκό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

θηλυκό