Κοράνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοράνιο | τα | Κοράνια |
γενική | του | Κορανίου & Κοράνιου |
των | Κορανίων |
αιτιατική | το | Κοράνιο | τα | Κοράνια |
κλητική | Κοράνιο | Κοράνια | ||
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και την κλίση Κοράνι. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κοράνιο < (καθαρεύουσα) Κοράνιον, λόγια επίδραση στο Κοράνι < μεσαιωνική ελληνική κοράνι(ν)[1] < → δείτε και τη λέξη Κοράνι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κοράνιο ουδέτερο
- (ισλαμισμός) το ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- Κοράνι (λιγότερο επίσημο)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κοράνιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κοράνιο
- ↑ {Π:ΛΚΝ}}