Geständnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Geständnis | die | Geständnisse |
γενική | des | Geständnisses | der | Geständnisse |
δοτική | dem | Geständnis Geständnisse |
den | Geständnissen |
αιτιατική | das | Geständnis | die | Geständnisse |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Geständnis < gestehen
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Geständnis (de) ουδέτερο