Becken

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Becken (de) ουδέτερο

  1. (ανατομία) λεκάνη
  2. σκάφη, λεκάνη πλυσίματος


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Becken αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]