Ampel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ampel (de) θηλυκό (der Ampel, die Ampeln)
- φανάρι, σηματοδότης
- er hätte fast die rote Ampel übersehen
- παρά λίγο να μην έβλεπε το κόκκινο φανάρι
- er hätte fast die rote Ampel übersehen
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ampel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ampel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]