Aar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Aar (de) αρσενικό

  1. παλαιά ποιητική λέξη για τον αετό
  2. ποταμός της Γερμανίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]