ἑσπέρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἑσπέρισμα ουδέτερο

  • δείπνο
    ※  11ος αιώνας Μιχαὴλ Ψελλός, Encomium in matrem, @catholiclibrary.org
    Πολλοὶ δέ με καὶ περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ὀνομάτων κατελιπάρησαν, ὥστ' εἰδέναι τί τὸ ἀκράτισμα, τί τὸ ἄριστον τί δὲ τὸ ἑσπέρισμα καὶ τίς ἡ δορπὶς καὶ ἡ ἐν τοῖς δείπνοις ἰσαία καὶ τίνες μὲν ἐν ἔπεσι συνεγράψαντο, τίνες δὲ τῇ καταλογάδην λέξει ἐχρήσαντο καὶ τίς ἡ παρ' Ὁμήρῳ ὄρχησις καὶ ὅλως τίς ὁ παρὰ τῷ ποιητῇ ἡρωϊκὸς βίος, τί τε «ὀψοφαγία καὶ» τί «πολυτέλεια» καὶ τίς ἡ τῶν ἀκροδρύων χρῆσις καὶ ἡ ἀρχαιοτέρα τῶν Τρωϊκῶν, τί τε τὸ νέκταρ καὶ ἡ ἀμβροσία καὶ τὸ πρόπομα καὶ τὸ ὑπὸ γῆν γεράνιον καὶ ἡ ἐγγεοτόκος γένεσις.

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἑσπέρισμᾰ τὰ ἑσπερίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἑσπερίσμᾰτος τῶν ἑσπερισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἑσπερίσμᾰτ τοῖς ἑσπερίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἑσπέρισμᾰ τὰ ἑσπερίσμᾰτ
     κλητική ! ἑσπέρισμᾰ ἑσπερίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑσπερίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἑσπερισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑσπέρισμα (ελληνιστική κοινή) < *ἑσπερίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἑσπέρισμα, -τος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)