еден
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Καζακικά (kk)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]еден (kk)
Σλαβομακεδονικά (mk)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- еден < πρωτοσλαβική *(j)edinъ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *óynos (ένας, μόνος) )
Προφορά
[επεξεργασία]Αριθμητικό
[επεξεργασία]еден (mk)