φῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φως
ουσιαστικά μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φωτ-ς > φῶς
ονομαστική τὸ φῶς τὰ φῶτ
      γενική τοῦ φωτός τῶν φώτων
      δοτική τῷ φωτῐ́ τοῖς φωσῐ́(ν)
    αιτιατική τὸ φῶς τὰ φῶτ
     κλητική ! φῶς φῶτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φῶτε
γεν-δοτ τοῖν  φώτοιν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'μονοσύλλαβα' όπως «μονοσύλλαβα με εξαιρέσεις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φῶς < συνηρημένη μορφή της λέξης φάος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φῶς ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
φωτ- 

& φωτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα φωτο- στο Βικιλεξικό όπως