φύρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]φύρω
- υγραίνω, βρέχω, μουσκεύω κάτι στερεό ιδίως με αίμα ή δάκρυα «δάκρυσιν είματα έφυρον= έβρεχαν τα ενδύματά τους με τα δάκρυα».
- περιχύνω κάτι με σκόνη ή χώμα
- ανακατεύω, προκαλώ σύγχυση, φέρνω τα πάνω κάτω
- μολύνω
- κακολογώ, βρίζω