φόνισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φόνισσα | οι | φόνισσες |
γενική | της | φόνισσας | των | φονισσών |
αιτιατική | τη | φόνισσα | τις | φόνισσες |
κλητική | φόνισσα | φόνισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόνισσα θηλυκό
- η γυναίκα που διαπράττει φόνο
- ↪ η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φόνισσα
|