φοράδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φοράδα | οι | φοράδες |
γενική | της | φοράδας | των | φοράδων |
αιτιατική | τη | φοράδα | τις | φοράδες |
κλητική | φοράδα | φοράδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοράδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοράδα, από την αιτιατική πτώση: (ελληνιστική κοινή) φοράδα [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /foˈɾa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοράδα θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) θηλυκό άλογο
- (μεταφορικά) μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- χέστηκε η φοράδα στο αλώνι : για κάτι ασήμαντο, που δεν είναι άξιο λόγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοράδα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φοράδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]φοράδα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)