τριάντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριάντα < αρχαία ελληνική τριάκοντα

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

τριάντα

  • ο αριθμός 30, αυτός που ακολουθεί το είκοσι εννιά· με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται λ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XXX

Παράγωγα

[επεξεργασία]
αριθμητικά
απόλυτο: τριάντα
ψηφίο: τριαντάρι
τακτικό: τριακοστός
πολλαπλασιαστικό:  τριανταπλός
αναλογικό: τριανταπλάσιος
περιληπτικό: τριαντάδα, τριανταριά  
επίρρημα: τριαντάκις
πρόθημα: τριαντα-
 
χρονικά
λεπτά: τριαντάλεπτο
ώρες: τριαντάωρο
ημέρες: τριανταήμερο
μήνες: τριαντάμηνο
έτη: τριανταετία
διάρκεια: τριανταετής, τριανταετές - τριαντάχρονος, τριαντάχρονη, τριαντάχρονο  

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]