συγκρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκρητικός < γαλλική syncrétique < syncrétisme < (ελληνιστική κοινή) συγκρητισμός < συγκρητίζω < σύν + Κρής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρη‐τι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συγ‐κρη‐τι‐κός
- ομόηχο: συγκριτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]συγκρητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον συγκρητισμό ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις συγκρητισμός και Κρήτη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκρητικός