ρινγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρινγκ < αγγλική ring

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρινγκ ουδέτερο άκλιτο

  • η παλαίστρα
    αυτή τη στιγμή οι δύο παλαιστές μπαίνουν στο ρινγκ
    ※  Αν κουράστηκες να ακούς τις φωνές της μάνας σου, επειδή αποχαυνώνεσαι παρακολουθώντας ανθρώπινα θηρία να παλεύουν μέσα σε ρινγκ ... Αν θέλεις να καθησυχάσεις τον πατέρα σου, που ανησυχεί επειδή γουστάρεις να βλέπεις ιδρωμένους, βασταγερούς και σφίχτερ τύπους να κάνουν κωλοτούμπες... Αν θέλεις να βρεις τρόπο να απαντήσεις στον φίλο σου που σε απαξιώνει επειδή παρακολουθείς αυτό το ΨΕΜΑ… Τότε συνέχισε να διαβάζεις (Που είναι ο Σουγκλάκος οεο;, contra.gr, 7/4/2006 [1])

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]