προοδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προοδεύω < αρχαία ελληνική προοδεύω < πρόοδος < πρό + ὁδός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική progresser)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾo.oˈðe.vo/
Ρήμα
[επεξεργασία]προοδεύω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προοδεύω | προόδευα | θα προοδεύω | να προοδεύω | προοδεύοντας | |
β' ενικ. | προοδεύεις | προόδευες | θα προοδεύεις | να προοδεύεις | προόδευε | |
γ' ενικ. | προοδεύει | προόδευε | θα προοδεύει | να προοδεύει | ||
α' πληθ. | προοδεύουμε | προοδεύαμε | θα προοδεύουμε | να προοδεύουμε | ||
β' πληθ. | προοδεύετε | προοδεύατε | θα προοδεύετε | να προοδεύετε | προοδεύετε | |
γ' πληθ. | προοδεύουν(ε) | προόδευαν προοδεύαν(ε) |
θα προοδεύουν(ε) | να προοδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προόδευσα | θα προοδεύσω | να προοδεύσω | προοδεύσει | ||
β' ενικ. | προόδευσες | θα προοδεύσεις | να προοδεύσεις | προόδευσε | ||
γ' ενικ. | προόδευσε | θα προοδεύσει | να προοδεύσει | |||
α' πληθ. | προοδεύσαμε | θα προοδεύσουμε | να προοδεύσουμε | |||
β' πληθ. | προοδεύσατε | θα προοδεύσετε | να προοδεύσετε | προοδεύστε | ||
γ' πληθ. | προόδευσαν προοδεύσαν(ε) |
θα προοδεύσουν(ε) | να προοδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προοδεύσει | είχα προοδεύσει | θα έχω προοδεύσει | να έχω προοδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις προοδεύσει | είχες προοδεύσει | θα έχεις προοδεύσει | να έχεις προοδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει προοδεύσει | είχε προοδεύσει | θα έχει προοδεύσει | να έχει προοδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προοδεύσει | είχαμε προοδεύσει | θα έχουμε προοδεύσει | να έχουμε προοδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε προοδεύσει | είχατε προοδεύσει | θα έχετε προοδεύσει | να έχετε προοδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προοδεύσει | είχαν προοδεύσει | θα έχουν προοδεύσει | να έχουν προοδεύσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προοδεύω
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)