πουλόβερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γυναίκα με ασπρόμαυρο καρό πουλόβερ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πουλόβερ < αγγλική pullover

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πουλόβερ ουδέτερο άκλιτο

  • πλεκτό ρούχο, για το πάνω μέρος του σώματος, από τη μέση μέχρι το λαιμό, συνήθως μάλλινο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]