ποτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποτίζω
Γυναίκα που ποτίζει φυτά.
Γυναίκα που ποτίζει ζώα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈti.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐τί‐ζω

ποτίζω, πρτ.: πότιζα, στ.μέλλ.: θα ποτίσω, αόρ.: πότισα, παθ.φωνή: ποτίζομαι, π.αόρ.: ποτίστηκα, μτχ.π.π.: ποτισμένος

  1. (μεταβατικό)ρίχνω νερό στο χώμα όπου είναι φυτεμένα κάποια φυτά
    τώρα πού θα λείπω, θα μου ποτίζεις τα λουλούδια μου;
    ξέχασα να ποτίσω αυτή τη γλάστρα και μαράθηκε το λουλούδι
    • αρδεύω
      είχαν εξελιγμένο σύστημα από αυλάκια για να ποτίζουν τα χωράφια τους
  2. (μεταβατικό) δίνω νερό σε ζώα για να πιούν
    ※  Δεν θαρρείς πως όπου να 'ναι θα 'ρθουν οι βοσκοί της Αρκαδίας, να ποτίσουν τα κοπάδια τους; (Μ. Καραγάτσης Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο (1935) [διήγημα])
  3. (μεταβατικό) δίνω νερό ή κρασί σε κάποιον, π.χ. φιλοξενούμενο
    τόσο καιρό τους ταΐζαμε και τους ποτίζαμε και ποιο το ευχαριστώ;
  4. (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον κάτι επιβλαβές
    σε πότισα νερό, με πότισες φαρμάκι
  5. (μεταβατικό) εμποτίζω
    ※  έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους (Γιάννης Ρίτσος, ποίημα Ρωμιοσύνη)
  6. (αμετάβατο) εμποτίζομαι, για υγρό που διεισδύει βαθιά σε ένα υλικό και σχηματίζει ένα ορατό σημάδι
    αν σου πέσει κρασί στο μάρμαρο, υπάρχει κίνδυνος να ποτίσει
  7. (μεταβατικό) διαποτίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποτίζω < πότ(ος) + -ίζω


ποτίζω, μέλλ.: ποτιῶ

  1. δίνω σε κάποιον να πιει
  2. ποτίζω