πολτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολτός | οι | πολτοί |
γενική | του | πολτού | των | πολτών |
αιτιατική | τον | πολτό | τους | πολτούς |
κλητική | πολτέ | πολτοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πόλτος με μετακίνηση τόνου, πιθανόν κατά το πελτές[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /polˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πολ‐τός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολτός αρσενικό
- (κυριολεκτικά) μάζα ή ουσία παχύρρευστη και μαλακή που παράγεται με διάφορους τρόπους από ποικίλες ουσίες και υλικά
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με πολτό
- (μεταφορικά) μια άμορφη και ασυγκρότητη μάζα ή σύνολο πραγμάτων ή προσώπων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Όροι με -πολτος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- βασιλικός πολτός: πολτός που παράγεται από τις μέλισσες, για να τραφούν οι νύμφες μέλισσας που προορίζονται για βασίλισσες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολτός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πολτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πολτός | οἱ | πολτοί | ||||
γενική | τοῦ | πολτοῦ | τῶν | πολτῶν | ||||
δοτική | τῷ | πολτῷ | τοῖς | πολτοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | πολτόν | τοὺς | πολτούς | ||||
κλητική ὦ! | πολτέ | πολτοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολτώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πολτοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πολτός (ελληνιστική κοινή) οξύτονο ήδη στον Αθήναιο < αρχαία ελληνική πόλτος με μετακίνηση τόνου πιθανόν κατά τα συνώνυμα χυλός, χυμός[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πολτός, -οῦ ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πόλτος
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.58 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη μορφή πόλτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- πόλτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετακινήσεις τόνου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Μετακινήσεις τόνου (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)